- εριστική
- (από το έρις = φιλονικία, λογομαχία). Με γενική έννοια, η τέχνη γύρω από τις συζητήσεις και ιδιαίτερα με τη σημασία της επιβολής των απόψεων ενός ατόμου με τη χρησιμοποίηση ειδικών επιχειρημάτων (σοφισμάτων), γι’ αυτό και είναι ταυτόσημη με τη σοφιστική. Με τον όρο όμως αυτό χαρακτηρίζεται ειδικότερα ο βερμπαλιστικός εκφυλισμός της τελευταίας φάσης της σοφιστικής (4ος αι. π.Χ.). Η τέχνη της πειθούς και της διαλεκτικής, η οποία ήταν το κύριο αντικείμενο της διδασκαλίας των μεγάλων σοφιστών Πρωταγόρα και Γοργία, εξελίχθηκε κατά τη δεύτερη γενιά των σοφιστών σε μια ανασκευαστική προσπάθεια που αποτελούσε αυτοσκοπό, σε ένα αλαζονικό πνεύμα επικράτησης κατά τη συζήτηση, στην υποστήριξη –αδιάφορα προς τα υπέρ ή κατά– κάθε θέσης, χωρίς ενδιαφέρον vα αποδειχθεί η αλήθεια ή το ψεύδος της· τέλος, σε παράθεση απατηλών σοφισμάτων. Ο Ευθύδημος και ο Διονυσόδωρος, τους οποίους απαθανάτισε ο Πλάτων στον διάλογο που έχει το όνομα του πρώτου, ήταν οι διασημότεροι εριστικοί. Αναφέρονται επίσης και άλλοι οπαδοί της λεγόμενης Μεγαρικής σχολής, οι οποίοι, πιστεύοντας ότι το Οv είναι ένα και μοναδικό, το Αγαθόν, προσπαθούσαν να το αποδείξουν (κατά το πρότυπο του Ζήνωνα του Ελεάτη) με διαλεκτικούς παραλογισμούς.
Dictionary of Greek. 2013.